Αχ παναγίτσα μου, ποια ιστορία να πρωτοπώ για αυτό το κατάστημα; Είναι τόσες πολλές, όπως δηλώνει και το όνομα του Tales of ales. Μπορώ να πω πώς έφυγα από εκεί μπουσουλώντας, πώς έχω ανοίξει οριακά ακαδημαϊκού επιπέδου συζήτηση με τον Άγη για το επόμενο κουτάκι που θα ψωνίσω, πώς με “σκυλοβρίζει” ο Κώστας κάθε φορά που παίρνω κάποιο lagerάκι για να σβήσει τη δίψα μου αντί για την νέα triple imperial white chocolate whatever stout new antartica ipa που βγήκε την τελευταία εβδομάδα από ένα μικροζυθοποιείο στο βορεινό κομμάτι της Τελένδου.

Το σκηνικό

Άλλη μία Πέμπτη. Γιατί Πέμπτη; Γιατί όπως εσπρεσσάκι δεν πίνεις μόνο κάθε Σάββατο, έτσι και μπίρα δεν ανοίγεις μόνο σε ιδιαίτερες στιγμές. Έχω τελειώσει δουλειά και πάω να βρω ξάδερφο για το τυπικό after work rant. Με περιμένει στον πεζόδρομο της Μιλτιάδου, καταναλώνοντας ήδη την πρώτη του. Χαιρετιόμαστε, λέμε τα τυπικά και οδεύω στο κατάστημα για τα ψώνια μου.

Η Εμπειρία

Μπαίνοντας μέσα, αντικρίζω το ζεστό ξύλινο χώρο, μια ωραία βαβούρα κόσμου σε πηγαδάκια των 2-3 ατόμων και τις εγκάρδιες χαιρετούρες από τον Άγη. Κοιτάζω στην οθόνη για τα νέα βαρελάκια που έχουν φέρει τα παιδιά, ψάχνοντας να βρω κάτι με περισσότερα IBU από τα τελευταία λόγια της πρώην μου. Ο Άγης προσπαθεί διπλωματικά να με πείσει πως η νέα τάση να κάνουν τα πάντα γλυκά είναι σωστή, γιατί βγαίνουν γεύσεις και αρώματα, όμως κανείς δεν μπορεί να με πείσει όμως πως το μαχλέπι έχει θέση στην μπίρα μου. Καταλήγω με κάποια west coast IPA από ό,τι θυμάμαι και πάω έξω στον ξάδερφο.

Ξεκινάμε μία συζήτηση/κράξιμο με τον Ερρίκο περί engineering, δεν έχει νόημα το τι λέγαμε όμως, βαρετή κουβέντα περί δουλειάς ήταν. Κάποια στιγμή, μετά το τέλος της δεύτερης μπίρας, νιώθουμε και οι 2 τα στομάχια μας να απαιτούν θερμίδες. Το καλό με το tales είναι πως τα παιδιά ξέρουν πως δε μαγειρεύουν καλά, ούτε πως μπορούν να διευθύνουν κουζίνα. Έχουν κάνει συνεργασία λοιπόν με μία πιτσαρία εκεί κοντά για να φροντίσει, σωστά, αυτό το θέμα. Για την τελευταία μπίρα της βραδιάς πάμε με τον ξάδερφο στα 4 ψυγεία του καταστήματος για να διαλέξουμε κάτι ωραίο για σβήσιμο. Τσιμπάμε και μια σακούλα πατατάκια για τη λιγούρα.

Το συμπέρασμα

Ρε συ το μαγαζί και τα παιδιά γαμάνε, δεν μπορώ να το κρύψω. Στα αρνητικά, οι μπίρες που θα βρεις εκεί έχουν τσιμπημένες τιμές (με αλκοολικά μαθηματικά υπολογίζω 1 ευρώ παραπάνω από τα αντίστοιχα tap rooms), τα πατατάκια είναι πανάκριβα και η μουσική χαμηλά. Κάνει τσεκ όμως σε όλα τα κουτάκια για να είναι το στέκι σου.

Ποικιλία από μπίρες, τρομερά φιλικό προσωπικό και Αθήνα κέντρο. Τι άλλο θες;

Εγκρίνω.